- διεξέρχομαι
- (AM διεξέρχομαι) [εξέρχομαι]1. διαβαίνω, περνώ ανάμεσα2. (για βιβλία, έγγραφα κ.λπ.) μελετώ απ' την αρχή ώς το τέλος3. διαπραγματεύομαι ένα θέμα με κάθε λεπτομέρειαμσν.υποστηρίζωαρχ.1. υπομένω πόνους2. (με την προθ. δια) α) περνώ διαδοχικά, με τη σειρά («ἐπεὶ διεξεληλύθασί γε διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν οἰ ἄνθρωποι» — δοκίμασαν όλα τα είδη τών ποινών)β) (με αισχρή σημασία) συνουσιάζομαι με πολλές (-ούς) στη σειρά3. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω4. (για νομικές διατυπώσεις) συντελούμαι5. φρ. α) «διεξέρχομαι τὸν βίον» — πεθαίνωβ) «διεξέρχομαι αὐτὸς πρὸς αὑτόν» — μελετώ τον εαυτό μου.
Dictionary of Greek. 2013.